- παροκέτο
- και παρουκέτο, τοναυτ.1. το δολώνιο2. φρ. α) «τσιμπούκι τού παροκέτου» — το επιστήλιο τού δολωνίουβ) «σόπρα παροκέτο» — ανακωχή με το δολώνιογ) «μπούκα παροκέτο» — άλλαξε τους πρωραίους ολκούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. parocchetto].
Dictionary of Greek. 2013.